- εκφύλλιση
- [-ις (-εως)] η , εκφύλλισμός ο уст.1) обрывание листьев, лепестков; 2) перелистывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκφύλλιση — η αποβολή ή κόψιμο τών φύλλων, τών φυτών ή τών λουλουδιών, μάδημα, ξεφύλλισμα … Dictionary of Greek
εκφυλλισμός — ο εκφύλλιση … Dictionary of Greek